ἄκροπις γλῶσσα

ἀκρόπλοος-ους

ἀκροποδητί
ἀκρό·πλοος-ους, οος-ους, οον-ουν :
1 qui flotte à la surface, Hpc. 451, 37 ; Plut. M. 591e ||
2 p. suite, superficiel, Hpc. Ep. 1286.
Étym. ἄ. πλέω.