ἀκροσφαλῶς

ἀκροσχιδής

Ἀκρότατος
ἀκρο·σχιδής, ής, ές [] fendu à l’extrémité, Th. H.P. 3, 11, 1, au cp. -έστερος.
Étym. ἄ. σχίζω.