ἀκροσφαλής

ἀκροσφαλῶς

ἀκροσχιδής
ἀκροσφαλῶς [φᾰ] adv. en chancelant : ἀ. ἔχειν, Plut. M. 682d, être enclin à tomber ; ἀ. διακεῖσθαι, Philod. Œc. 14, faire faillite.
Étym. ἀκροσφαλής.