ἀκτέα

ἀκτέανος

ἀκτένιστος
ἀ·κτέανος, ος, ον [ᾰν] sans biens, pauvre, Anth. 7, 353 ; Man. 3, 118 ; 4, 114, etc.
Étym. ἀ, κτέανον.