ἀλαϐαστοθήκη

ἀλάϐαστος

ἀλαϐαστρίτης λίθος
ἀλάϐαστος, ου (ὁ, ἡ) att. réc. c. ἀλάϐαστρος, Mén. (Eust. 1161).