ἀλάϐαστος

ἀλαϐαστρίτης λίθος

ἀλαϐαστροειδῶς
ἀλαϐαστρίτης λίθος () [ᾰλᾰ] albâtre, Th. Lap. 6.
Étym. ἀλάϐαστρος.