ἀλαϐαστρίτης λίθος

ἀλαϐαστροειδῶς

ἀλαϐαστροθήκη
ἀλαϐαστρο·ειδῶς, adv. comme de l’albâtre, Diosc. 4, 77.
Étym. ἀλάϐαστρος, εἶδος.