ἀλάϐαστρος

ἀλαϐαστροφόρος

ἀλαϐής
ἀλαϐαστρο·φόρος, ου () [ᾰλᾰ] qui porte un vase de parfums, Eschl. fr. 358.
Étym. ἀλάϐαστρος, φέρω.