Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀλαζονεία
ἀλαζόνευμα
ἀλαζονεύομαι
ἀλαζόνευμα,
ατος
(
τὸ
) [
ᾰᾱζ
] fanfaronnade,
Ar.
Ach.
87 ;
Eschn.
25, 23
.
Étym.
ἀλαζονεύομαι
.