ἄλειφαρ

ἀλειφατίτης ἄρτος

ἀλειφόϐιος
ἀλειφατίτης ἄρτος () [ᾰᾰῑ] pain pétri avec de l’huile, Epich. (Ath. 110b).
Étym. ἄλειφαρ.