ἀλειτουργησία

ἀλειτούργητος

ἄλειφα
ἀ·λειτούργητος, ος, ον, exempt des charges publiques, Dém. 256, 10 (décr.); Din. (Poll. 8, 156).
Étym. ἀ, λειτουργέω.