ἀλειτούργητος

ἄλειφα

ἄλειφαρ
ἄλειφα, ατος (τὸ) [ᾰλ] c. le suiv. Eschl. Ag. 322 ; Hpc. 620, 47 ; Call. fr. 12 ; Q. Sm. 14, 265.