ἀλεκτρυόνιον

ἀλεκτρυονοπωλητήριον

ἀλεκτρυονοτρόφος
ἀλεκτρυονο·πωλητήριον, ου (τὸ) [] marché à la volaille, Phryn. (Poll. 7, 136).
Étym. ἀ. πωλέω.