ἀλεκτρυονοπωλητήριον

ἀλεκτρυονοτρόφος

ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυονο·τρόφος, ου () [] éleveur de poulets, Eschn. (Poll. 7, 135).
Étym. ἀ. τρέφω.