ἀλεκτρυονοτρόφος

ἀλεκτρυονώδης

ἀλεκτρυώδης
ἀλεκτρυονώδης, ης, ες [] semblable à un coq, Eun. (Phot. Bibl. 24).
Étym. ἀ. -ωδης.