ἅλεται

ἀλέτης

ἄλετος
ἀλέτης, ου []
1 adj. ὄνος ἀ. Xén. An. 1, 5, 3, pierre meulière ||
2 subst. ὁ ἀ. meunier, Ath. 618d.
Étym. ἀλέω.