ἀλευρομαντεῖον

ἀλευρόμαντις

ἄλευρον
ἀλευρό·μαντις, εως () [ᾰλ] qui prédit l’avenir au moyen de farine de froment, Clém. 1, 69 Migne.
Étym. ἄλευρον, μάντις.