ἀλιταίνω

ἀλιτάνευτος

ἁλιτενής
*ἀ·λιτάνευτος, ος, ον [ῐᾰ] inexorable, Anth. 7, 483 (poét. ἀλλιτ-).
Étym. ἀ, λιτανεύω.