ἀλιτόξενος

ἀλιτοφροσύνη

ἀλιτραίνω
ἀλιτο·φροσύνη, ης () [ᾰῐῠ] scélératesse, Anth. 7, 648.
Étym. *ἀλιτόφρων, de *ἀλιταίνω, φρήν.