Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτηρός
ἀλιτηριώδης,
ης, ες
[
ᾰῐ
] funeste,
Plat.
Leg.
854
b
,
etc. ;
τινί,
Plat.
Ep.
351
e
, à qqn.
Étym.
ἀλιτήριος, -ωδης
.