ἀλλαντοειδής

ἀλλαντοποιός

ἀλλαντοπωλέω-ῶ
ἀλλαντο·ποιός, οῦ () qui fait des saucissons, charcutier, DL. 2, 60.
Étym. ἀλλᾶς, ποιέω.