ἀλλαντοποιός

ἀλλαντοπωλέω-ῶ

ἀλλαντοπώλης
ἀλλαντοπωλέω-ῶ, vendre des saucissons, Ar. Eq. 1242.
Étym. ἀλλαντοπώλης.