ἀλλοιόστροφος

ἀλλοιοσχήμων

ἀλλοιότης
ἀλλοιο·σχήμων, ων, ον, gén. ονος, d’aspect différent, DL. 10, 74 ; Sext. M. p. 413.
Étym. ἀ. σχῆμα.