ἀλλοιοσχήμων

ἀλλοιότης

ἀλλοιοτροπέομαι-οῦμαι
ἀλλοιότης, ητος () diversité, Plat. Tim. 82b ; plur. Hpc. 296, 19.
Étym. ἀλλοῖος.