ἀλλοίωμα

ἀλλοίως

ἀλλοίωσις
ἀλλοίως, adv. différemment, Plat. Lys. 212c ||
Cp. -οιότερον, Xén. Mem. 4, 8, 2.
Étym. ἀλλοῖος.