ἀλλοποιός

ἀλλοπρόσαλλος

ἄλλος
ἀλλο·πρόσ·αλλος, ος, ον, qui va de l’un à l’autre, inconstant, Il. 5, 831, 889 ; Anth. 15, 12, etc.
Étym. ἄ. πρός, ἄ.