Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόχωρος
ἀλλοτριόω-ῶ
ἀλλοτριό·χωρος,
ος, ον,
de pays étranger,
Jos.
3, 12, 3
.
Étym.
ἀ. χώρα
.