Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀλλοτριόφυλος
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόχωρος
ἀλλοτριό·χρως,
ωτος
(
ὁ, ἡ
) qui change de couleur,
Anth.
11, 7
.
Étym.
ἀ. χρώς
.