ἀλλοτριάζω

ἀλλοτριόγνωμος

ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριό·γνωμος, ος, ον, qui a autre chose dans l’esprit, Crat. (Bkk. 385).
Étym. ἄ. γνώμη.