ἀλλοτριόγνωμος

ἀλλοτριοεπίσκοπος

ἀλλοτριολογέω-ῶ
ἀλλοτριο·επίσκοπος, ος, ον, qui examine les affaires d’autrui, indiscret, NT. 1 Petr. 4, 15.