ἀλλοτριονομέω-ῶ

ἀλλοτριοπραγέω-ῶ

ἀλλοτριοπραγία
ἀλλοτριο·πραγέω-ῶ [ᾱγ] travailler à rendre hostile, préparer une défection, Pol. 5, 41, 8.
Étym. ἀ. th. πράγ- de πράσσω.