ἀλλοτριοπραγέω-ῶ

ἀλλοτριοπραγία

ἀλλοτριοπραγμονέω-ῶ
ἀλλοτριοπραγία, ας () [ᾱγ] ingérence dans les affaires d’autrui, Plut. M. 57d.
Étym. ἀ. πράσσω.