ἀλλοτριοπραγμονέω-ῶ

ἀλλοτριοπραγμοσύνη

ἀλλότριος
ἀλλοτριοπραγμοσύνη, ης () c. ἀλλοτριοπραγία, Plat. Rsp. 444b.
Étym. cf. le préc.