ἀλλοτριοπραγία

ἀλλοτριοπραγμονέω-ῶ

ἀλλοτριοπραγμοσύνη
ἀλλοτριο·πραγμονέω-ῶ, s’ingérer dans les affaires d’autrui, Simpl. Epict. p. 419.
Étym. ἀ. πρᾶγμα.