ἀλλοτριόω-ῶ

ἀλλοτρίως

ἀλλοτρίωσις
ἀλλοτρίως, adv. dans des dispositions contraires ou hostiles : ἀ. διακεῖσθαι πρός τινα, Lys. 519, 2 ; Isocr. 266c ; Pol. 3, 67, 8, etc. ; τινι, DS. 13, 113, être mal disposé pour qqn ||
Cp. -ώτερον, Dém. 228, 12 ; Isocr. 266c.
Sup. -ώτατα, Lys. 911, 4.
Étym. ἀλλότριος.