ἀλλοτρίως

ἀλλοτρίωσις

ἀλλοτύπωτος
ἀλλοτρίωσις, εως () hostilité Thc. 1, 35 ; Spt. Jer. 17, 17 ; εἴς τινα, App. Civ. 3, 13, à l’égard de qqn.
Étym. ἀλλοτριόω.