ἀλληλογονία

ἀλληλοκτονέω-ῶ

ἀλληλοκτονία
ἀλληλοκτονέω-ῶ, s’entre-tuer, Hpc. 1282, 32 ; Arstt. fr. 268.
Étym. ἀλληλοκτόνος.