ἀλληλοκτονέω-ῶ

ἀλληλοκτονία

ἀλληλοκτόνος
ἀλληλοκτονία, ας () action de s’entre-tuer, DH. 1, 87 ; Phil. 2, 567.
Étym. ἀλληλοκτόνος.