ἀλληλοῦχος

ἀλληλοφαγέειν-εῖν

ἀλληλοφαγία
ἀλληλοφαγέειν-εῖν [φᾰ] s’entre-manger, Arstt. H.A. 8, 2, 25.
Étym. ἀλληλοφάγος.