ἀλληλοφαγέειν-εῖν

ἀλληλοφαγία

ἀλληλοφάγος
ἀλληλοφαγία, ας () [φᾰ] action de s’entre-manger, Hdt. 3, 25 ; Plat. Epin. 975a, etc.
Étym. ἀλληλοφάγος.