ἀλληλοφαγία

ἀλληλοφάγος

ἀλληλοφθονία
ἀλληλο·φάγος, ος, ον [φᾰ] qui s’entre-mangent, Arstt. H.A. 8, 3, 17, Oracl. (Paus. 8, 42, 6), etc. ; au sg. Sext. M. 2, 32.
Étym. ἀλλήλων, φαγεῖν.