ἀλληλόφιλος

ἀλληλοφονία

ἀλληλοφόνος
*ἀλληλοφονία, dor. ἀλλαλοφονία, ας () [λᾱ] action de s’entre-tuer, Pd. O. 2, 42.
Étym. ἀλληλοφόνος.