ἀλληλοπάθεια

ἀλληλότροπος

ἀλληλοτρόφος
ἀλληλό·τροπος, ος, ον, qui prennent la forme l’un de l’autre, Lin. (Stob. Ecl. 1, 282).
Étym. ἀ. τρέπω.