ἀλληλότροπος

ἀλληλοτρόφος

ἀλληλοτυπία
ἀλληλο·τρόφος, ος, ον, qui se nourrissent mutuellement, Geop. 20, 6, 1 (var. ἀλληλόφιλοι).
Étym. ἀ. τρέφω.