ἀλληλοτυπία

ἀλληλουχέω-ῶ

ἀλληλουχία
ἀλληλουχέω-ῶ, être en état de cohésion, Phil. 1, 464 ; 2, 417 ; Nicom. Theol. 69.
Étym. ἀλληλοῦχος.