ἀλληλοτρόφος

ἀλληλοτυπία

ἀλληλουχέω-ῶ
ἀλληλο·τυπία, ας () [] choc mutuel, Démocr. (Stob. Ecl. 1, 348).
Étym. ἀ. τύπτω.