Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀλφιτοποιΐα
ἀλφιτοποιός
ἀλφιτοπώλης
ἀλφιτο·ποιός,
οῦ
(
ὁ
) [
ῐ
] meunier,
Œnom.
(
Eus.
P.E.
232
c
).
Étym.
ἄλφιτον, ποιέω
.