ἀλυσιτέλεια

ἀλυσιτελής

ἀλυσιτελῶς
ἀ·λυσιτελής, ής, ές [ῡῐ] désavantageux, Xén. Mem. 1, 7, 4, etc. ; Plat. Crat. 417d, etc. ||
Sup. -έστατος, Eschn. 15, 8.