ἀλυσιτελής

ἀλυσιτελῶς

ἀλυσκάζω
ἀλυσιτελῶς [ῡῐ] adv. sans profit, avec désavantage, Xén. Mem. 1, 7, 2.
Étym. ἀλυσιτελής.