ἀληθινῶς

ἀληθόμαντις

ἀληθομυθεύω
ἀληθό·μαντις, εως (ὁ, ἡ) [ᾰλ] prophète de vérité, Eschl. Ag. 1341 ; Phil. 2, 176.
Étym. ἀληθής, μ.